περιβραχιόνιος

περιβραχιόνιος
περιβρᾰχῑόνιος, ον,
A round or on the arm,

φόρημα Plu.Dem.30

: Subst. περιβραχιόνιον, τό, armlet, X.Cyr.6.4.2, D.H.10.37.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιβραχιόνιος — α, ο / περιβραχιόνιος, ιον [περιβραχίων, ονος] ΝΑ αυτός που τίθεται ή φοριέται γύρω από τον βραχίονα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιβραχιόνιο 1. κόσμημα που φοριέται γύρω από τον βραχίονα, ψέλι, βραχιόλι 2. λουρίδα υφάσματος γύρω από το μπράτσο,… …   Dictionary of Greek

  • περιβραχιόνιον — περιβραχῑόνιον , περιβραχιόνιος round masc acc sg περιβραχῑόνιον , περιβραχιόνιος round neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • περιβραχιόνιο — το, ΝΑ βλ. περιβραχιόνιος …   Dictionary of Greek

  • περιβραχιόνια — περιβραχῑόνια , περιβραχιόνιος round neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”